διαμαγνητικότητα

διαμαγνητικότητα
η
φυσ. η ιδιότητα τής επαγόμενης μαγνήτισης να έχει αντίθετη φορά προς το μαγνητίζον πεδίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαμαγνητικότητα — η η ιδιότητα του διαμαγνητικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαμαγνητικός — ή, ό αυτός που έχει διαμαγνητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τιμ. Αργυρόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”